- σειράδα
- η / σειράς, -άδος, ΝΑνεοελλ.1. το δερμάτινο τμήμα τής σαγής ζευγμένου αλόγου2. ιμάντας ή σχοινί με το οποίο είναι δεμένο το υποζύγιο με το όχημα που σύρειαρχ.(υποκορ. τού σειρά) μικρό σχοινί.[ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. θαμν-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.